-
1 τολμηρός
τολμηρός, gew, prof. Form, auch Tragg., wie Eur. Suppl. 317, statt τολμήεις, kühn; Antiph. 3 γ 1; Andoc. 1, 110; Lys. 31, 1; Thuc. 1, 74. 4, 126; Plat. Legg. VIII, 835 c; neben ἰταμός, dem βραδύς u. ὀκνηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24; auch tadelnd, im superl., Isocr. 3, 21; Sp., σὺν νῷ τολμηρότατος Pol. 13, 35, 6. – Adv., Thuc. 3, 83.
-
2 τολμηρος
-
3 τολμηρός
τολμηρόςhardihood: masc nom sg -
4 τολμηρός
-
5 τολμηρός
τολμηρός, ά, όν (τόλμη; Eur., Thu. et al.; Sir 8:15; 19:3; JosAs 23:7 cod. A 17, 7 [p. 67, 5 Bat.]; Jos., Ant. 1, 113; 14, 165; Just.) bold, daring, audacious, adv. τολμηρῶς (Thu. 3, 74, 1; 83, 3; X. et al.; Mitt-Wilck. I/2, 461, 25 [III A.D.]). Comp. τολμηρότερος (Isocr. 14, 8 Bl. and oft.; Sir 19:2; Philo, Op. M. 170): its adverbs, τολμηροτέρως Ro 15:15 v.l. and τολμηρότερον (Thu. 4, 126, 4; Polyb. 1, 17, 7) Ro 15:15, both=rather boldly.—DELG s.v. τόλμη. TW. -
6 τολμηρός
η, ό [ά, όν ]1) смелый, дерзкий, дерзновенный;τολμηρός άνδρας — смельчак;
2) дерзкий, наглый, нахальный -
7 τολμηρός
[толмирос] εκ. отважный, смелый, дерзкий.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τολμηρός
-
8 τολμηρός
-ά,-όν + A 0-0-0-0-3=3 Sir 8,15; 19,2.3bold, daring, audacious→NIDNTT; TWNT -
9 τολμηρός
[толмирос] επ отважный, смелый, дерзкий. -
10 τολμηρός
Aοἱ-ότατοι Isoc. 3.21
;προθυμία-οτάτη Th.1.74
; τὸ τ. τινῶν their hardihood, ib. 102; τὸ -ότερον your greater daring, Id.2.87;τ. πολλὰ δρᾶν Arist.EN 1117a2
;κἂν εἰ -ότερον εἰρῆσθαι Pl.Sph. 267d
: also in Poets, E.Supp. 305, Ar.Nu. 445 (anap.), Bion 1.60;ἀνοίας οὐδὲν -ότερον Men.738
; opp. εὔτολμος, Id.Mon. 153. Adv.- ρῶς Th.3.74
,83, X.Smp.2.12, etc.: [comp] Comp.- ότερον Th.4.126
, Plb.1.17.7, Ep.Rom.15.15: [comp] Sup.- ότατα Poll.3.136
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τολμηρός
-
11 τολμηρός
1) audacieux2) hardi -
12 τολμηρός
odważny przym. -
13 τολμηρός
1) odvážný2) smělý -
14 τολμηρός
1) adventurous2) enterprising3) pluckyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τολμηρός
-
15 audacieux
τολμηρός -
16 hardi
τολμηρός -
17 adventurous
τολμηρός -
18 plucky
τολμηρός -
19 τολμηρά
τολμηρόςhardihood: neut nom /voc /acc plτολμηρά̱, τολμηρόςhardihood: fem nom /voc /acc dualτολμηρά̱, τολμηρόςhardihood: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
20 τολμηρότερον
τολμηρόςhardihood: adverbial compτολμηρόςhardihood: masc acc comp sgτολμηρόςhardihood: neut nom /voc /acc comp sg
См. также в других словарях:
τολμηρός — hardihood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρός — ή, ό / τολμηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τόλμη, άφοβος, ριψοκίνδυνος (α. «τολμηρός άνθρωπος» β. «οὐχ ἐν τι μόνον, ἀλλὰ πολλὰ τολμηρός ἐστι», Λυσ.) 2. αυτός που γίνεται με τόλμη (α. «τολμηρό εγχείρημα» β. «ἀνοίας οὐδὲν τολμηρότερον», Μέν.) 3 … Dictionary of Greek
τολμηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει τόλμη ή που γίνεται με τόλμη: Τολμηρή πράξη. 2. θρασύς, αναιδής, ξετσίπωτος: Τολμηρές χειρονομίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάρολος ο Τολμηρός — (Βουργουνδία 1433 – Νανσί 1477). Δούκας της Βουργουνδίας (1467 77). Ήταν γιος του Φίλιππου του Καλού και της Ισαβέλλας της Πορτογαλίας. Ως κόμης του Σαρολέ αντιμετώπισε με σκληρότητα τις εξεγέρσεις των Φλαμανδών που σημειώθηκαν το 1452 53.… … Dictionary of Greek
τολμηρά — τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc pl τολμηρά̱ , τολμηρός hardihood fem nom/voc/acc dual τολμηρά̱ , τολμηρός hardihood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρότερον — τολμηρός hardihood adverbial comp τολμηρός hardihood masc acc comp sg τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηροτάτων — τολμηρός hardihood fem gen superl pl τολμηρός hardihood masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηροτέρων — τολμηρός hardihood fem gen comp pl τολμηρός hardihood masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρῶν — τολμηρός hardihood fem gen pl τολμηρός hardihood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρόν — τολμηρός hardihood masc acc sg τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμηρότατα — τολμηρός hardihood adverbial superl τολμηρός hardihood neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)